- ἁλουργοπωλική
- ἁλουργο-πωλική ([etym.] τέχνη), ἡ,A trade of an ἁλουργοπώλης, Is.Fr.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλουργοπωλική — ἁλουργοπωλική, η (ενν. τέχνη) (Α) [ἁλουργοπώλης] το επάγγελμα τού αλουργοπώλη … Dictionary of Greek
ἁλουργοπωλική — trade of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουργοπώλης — ἁλουργοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική] … Dictionary of Greek